Ἑρμησιάναξ

Ἑρμησιάναξ
Ἑρμησιάνᾱξ , Ἑρμησιάναξ
masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ερμησιάναξ — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ελεγειακός ποιητής (4ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από την Κολοφώνα και διετέλεσε μαθητής του Φιλητά. Έγραψε τα Περσικά και το Λεόντιον, που περιλάμβανε τρία βιβλία: το πρώτο αναφερόταν στον μύθο του Πολύφημου και της… …   Dictionary of Greek

  • Гермезианакс из Колофона — (Έρμησιαναξ) элегический поэт эпохи Александра Вел., автор Λεόντιον , эротической элегии в 3 х книгах, названной по имени возлюбленной поэта и рассказывающей любовные истории разных мудрецов и поэтов; историческая сторона этого произведения очень …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Гермезианакс — (Έρμησιαναξ) из Колофона элегический поэт эпохи Александра Вел., автор Λεόντιον , эротической элегии в 3 х книгах, названной по имени возлюбленной поэта и рассказывающей любовные истории разных мудрецов и поэтов; историческая сторона этого… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ГЕРМЕСИАНАКТ —    • Hermesianax,          Έρμησιαναξ, родом из Колофона, элегический поэт времен Александра Великого и друг Филеты. Из его элегического стихотворения в трех книгах, сочиненного по примеру антимаховского сочинения «Лиды» и названного по имени его …   Реальный словарь классических древностей

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • λεύκιππος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ήρωας και ιδρυτής της «επί Μαιάνδρω» Μαγνησίας. Ήταν γιος του Ξάνθιου και απόγονος του Βελλεροφόντη. Όπως αναφέρει ο Ερμησιάναξ (4ος 3ος αι. π.Χ.), διακρινόταν για τη μεγάλη σωματική του δύναμη και τις εξαιρετικές …   Dictionary of Greek

  • Ἑρμησιάνακτα — Ἑρμησιάνᾱκτα , Ἑρμησιάναξ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑρμησιάνακτι — Ἑρμησιάνᾱκτι , Ἑρμησιάναξ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑρμησιάνακτος — Ἑρμησιάνᾱκτος , Ἑρμησιάναξ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”